γομολάστιχα

γομολάστιχα
η
κομμάτι από ελαστικό κόμμι με το οποίο σβήνουν τα γραμμένα με μολύβι ή μελάνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γόμα + λάστιχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γόμα — και γκόμα, η 1. κόμμι 2. κόλλα, κολλητική ουσία 3. γομολάστιχα, σβηστήρι 4. κομμίωση, ασθένεια τών εσπεριδοειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνειο από ιταλ. gomma < λατ. gummi < (αρχ. ελλ.) κόμμι*] …   Dictionary of Greek

  • σβεστήρας — ο / σβεστήρ, ῆρος, ΝΑ, και εσφ. τ. σβυστήρας νεοελλ. 1. πυροσβεστήρας 2. σβηστήρι, γομολάστιχα αρχ. (για πρόσ.) αυτός που σβήνει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβεσ τού αορ. ἔσβεσ(σ)α τού σβέννυμι* + επίθημα τήρ (πρβλ. καυσ τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • σβηστήρας — ο, και σβηστήρα και σβήστρα, η, και σβηστήρι, το, Ν η γομολάστιχα· [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σβησ τού αορ. έσβησα τού σβήνω με επιθήματα τήρας / τήρι(ον) / τρα αντίστοιχα (πρβλ. καυσ τήρας, σουρω τήρι, κρεμάσ τρα)] …   Dictionary of Greek

  • κόμμεα ή γόμες — Ομάδα μορίων υψηλού μοριακού βάρους, συνήθως με κολλοειδείς ιδιότητες, τα οποία σε κατάλληλο διαλύτη είναι ικανά, ακόμη και σε μικρές συγκεντρώσεις, να σχηματίζουν πηκτές (παχύρρευστα αιωρήματα ή διαλύματα). Τα μόρια αυτά ενδέχεται να είναι είτε… …   Dictionary of Greek

  • γόμα — η (λ. ιταλ.) 1. η κόλλα: Έβαλα αρκετή γόμα αλλά δεν κόλλησε η φωτογραφία. 2. η γομολάστιχα, η σβηστήρα: Έσβησα με τη γόμα όλα τα λάθη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σβηστήρα — σβηστήρα, η και σβηστήρι, το γομολάστιχα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”